ἄκερα

ἄκερα
ἄκερος
neut nom/voc/acc pl
ἄκερος
nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κερατοφόρος — κερατοφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος («ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν κερατοφόρα, τὰ δ ἄκερα τῶν ζώων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”